- κρύβεις
- κρύπτωhidepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυβείς — κρύπτω hide aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek
μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek